- ευωνώ
- εὐωνῶ, -έω (Α) [εύωνος]αγοράζω φθηνά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐώνῳ — εὔωνος of fair price masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επευωνούμαι — ἐπευωνοῡμαι, έομαι (Μ) [ευωνώ] υποτιμώμαι … Dictionary of Greek
σιτευωνώ — έω, Α αγοράζω σιτάρι και τό πουλώ σε χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + εὐωνῶ «αγοράζω φθηνά»] … Dictionary of Greek